- κλαυκίθων
- κλαυκίθων· λαμπρυνόμενος τὰς ὄψεις, Hsch. (i.e. γλαυκιόων).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλαυκίθων — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαμπρυνόμενος τὰς ὄψεις» … Dictionary of Greek